ἐνήργησε

ἐνήργησε
ἐνεργέω
to be in action
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έγκριση — (Νομ.). Η απαιτούμενη –σε ορισμένες περιπτώσεις– συγκατάθεση ενός προσώπου μετά την επιχείρηση μιας δικαιοπραξίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί το κύρος της και μάλιστα αναδρομικά. Έτσι, η εκ των υστέρων έ. των πράξεων ενός δικηγόρου που ενήργησε… …   Dictionary of Greek

  • ενεργώ — και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, έω) [ενεργός] 1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες») 2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ. β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.) …   Dictionary of Greek

  • μωραίνω — (ΑΜ μωραίνω) 1. (αμτβ.) συμπεριφέρομαι, μιλώ ή ενεργώ ως ανόητος, μωραίνομαι, αποβλακώνομαι, ανοηταίνω 2. (μτβ.) καθιστώ ή αποδεικνύω κάποιον ή κάτι ανόητο («μωραίνει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι», ΚΔ) (μσν. αρχ.) (το παθ.) μωραίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • Ανεμογιάννης, Γεώργιος ή Παξινός — (1798 – 1821).Αγωνιστής του 1821 από το Γάιο των Παξών. Κατατάχτηκε ναύτης στο πλοίο Οι Σύμμαχοι της Μπουμπουλίνας, το οποίο κυβερνούσε ο Σπετσιώτης Νικόλαος Ορλόφ. Συμμετείχε με το πλοίο αυτό στον αποκλεισμό της Ναυπάκτου και στην επίθεση… …   Dictionary of Greek

  • Βαλκανικοί πόλεμοι — Ονομάζονται έτσι οι δύο πόλεμοι των ετών 1912 13 που έγιναν στα Βαλκάνια, ο πρώτος μεταξύ των συμμάχων Ελλάδας, Σερβίας, Μαυροβουνίου και Βουλγαρίας εναντίον της Τουρκίας και ο δεύτερος της Ελλάδας και της Σερβίας εναντίον της Βουλγαρίας. Α’ Β.π …   Dictionary of Greek

  • Ζωγράφος, Κωνσταντίνος — (Καλάβρυτα 1796 – Μπελβί, Παρίσι 1856). Πολιτικός και διπλωμάτης. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση βρισκόταν στην Ιταλία, όπου σπούδαζε ιατρική. Αμέσως επέστρεψε στην Ελλάδα για να προσφέρει ενεργά τις υπηρεσίες του στον Αγώνα. Μπήκε στον πολιτικό στίβο …   Dictionary of Greek

  • Πάπεν, Φραντς φον — (Papen Frantz von, Βερλ 1879 – Όμπερζασμπαχ, Μπάντεν 1969). Γερμανός πολιτικός. Από καθολική οικογένεια, ακολούθησε το στρατιωτικό στάδιο κι έγινε αξιωματικός του επιτελείου. Μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο προσχώρησε στο κόμμα του Κέντρου και… …   Dictionary of Greek

  • Παραπρεσβείας γραφή — (Νομ.). Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν στο Αττικό Δίκαιο η καταγγελία εναντίον πρεσβευτή που, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, παραβίασε τις οδηγίες και ενήργησε σε βάρος των συμφερόντων της πολιτείας. Η καταγγελία γινόταν από οποιονδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • Πουανκαρέ, Ρεϊμόν — (Poincaré, Μπαρ λε Ντικ 1860 – Παρίσι 1934). Γάλλος πολιτικός. Εξάδελφος του μεγάλου μαθηματικού Ζιλ Ανρί Πουανκαρέ, υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της δημοκρατικής δεξιάς, υπέρμαχος της αντιγερμανικής πολιτικής και φανατικός… …   Dictionary of Greek

  • Φρόμπελ, Φρίντριχ Βίλχελμ Όγκουστ — (Fröbel, Oμπερβάισμπαχ, Θουρινγκία 1782 – Μάριενταλ 1853). Γερμανός καθηγητής και παιδαγωγός. Ορφανός από μητέρα από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, πήρε θρησκευτική μόρφωση με την καθοδήγηση του πατέρα του και του θείου του και χρίστηκε λουθηρανός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”